ακύρωτος

ακύρωτος
(I)
-η, -ο (Α ἀκύρωτος, -ον)
αυτός που δεν επικυρώθηκε, που δεν έλαβε κύρος, ο ανεπικύρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κυρῶ, νεοελλ. κυρώνω].
————————
(II)
-η, -ο
ο δίχως κύρωση, αυτός για την παράβαση τού οποίου δεν προβλέπεται καμιά ποινή κατά του παραβάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + κύρωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακύρωτος — η, ο αυτός που δεν κυρώθηκε, ανεπικύρωτος: Η συμφωνία υπογράφηκε, αλλά μένει ακύρωτη από τη Βουλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκύρωτον — ἀκύρωτος masc/fem acc sg ἀκύρωτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκύρωτα — ἀκύρωτος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”